ὑπερευχαριστῶ

ὑπερευχαριστῶ
ὑπερευχαριστέω
to be extremely thankful
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὑπερευχαριστέω
to be extremely thankful
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερευχαριστώ — ὑπερευχαριστῶ, έω, ΝΑ εκφράζω βαθύτατες ευχαριστίες σε κάποιον νεοελλ. 1. παρέχω μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) υπερευχαριστημένος, η, ο ευχαριστημένος σε υπέρτατο βαθμό …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”